- αντιαεροπορικός
- -ή, -όαυτός που χρησιμοποιείται ή προορίζεται να χρησιμοποιηθεί εναντίον αεροσκαφών ή βλημάτων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντιαεροπορικός — ή, ό αυτός που χρησιμεύει για την άμυνα εναντίον αεροπορικής επίθεσης: Η κυβέρνηση προμηθεύτηκε αντιαεροπορικούς πυραύλους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντι- — (AM ἀντι ) (< πρόθ. αντί). Κατά τη σύνθεση, η πρόθεση αντί προ φωνήεντος εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη του ι ως αντ είτε, αφομοιωτικά, ως ανθ , όταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται, μολονότι σε νεώτερα ιδίως σύνθετα ή και σε αρχαία από… … Dictionary of Greek
προβολέας — Συσκευή κατάλληλη να συγκεντρώνει το φως μιας πηγής σε δέσμη και να την κατευθύνει προς ορισμένη κατεύθυνση με σκοπό να φωτιστούν μακρινά αντικείμενα. Ο π. αποτελείται από οπτικές διατάξεις, ανακλώσες ή κατοπτρικές αν χρησιμοποιούνται κάτοπτρα,… … Dictionary of Greek